καταχειροτονηθέντες

καταχειροτονηθέντες
καταχειροτονέω
vote by show of hands against
aor part pass masc nom/voc pl
καταχειροτονέω
vote by show of hands against
aor part pass masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταχειροτονώ — καταχειροτονῶ, έω (Α) (για την εκκλησία τού δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρο τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”